εὔκαιρος

εὔκαιρος
εὔκαιρος, ον (s. prec. two entries; Soph., Hippocr.+; also Aesop., Fab. 248b H./141 v.l. P./146 H-H.) in our lit. only pert. to time that is considered a favorable occasion for some event or circumstance, well-timed, suitable ἡμέρα a suitable day Mk 6:21 (Herodian 1, 9, 6 καιρὸς εὔκαιρος; 2 Macc 14:29; JGreig, ET 65, ’53/54, 158f) coming at the right time (Plut., Mor. 10e εὔκαιρος σιγή; Ps 103:27) βοήθεια help in time of need Hb 4:16 (OGI 762, 4 βοηθείτω κατὰ τὸ εὔκαιρον; cp. Cat. Cod. Astr. XII 168, 2).—M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὔκαιρος — well timed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκαιρος — η, ο (ΑΜ εὔκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη περίσταση, στην ώρα του («εὐκαίρων ὑδάτων... γινομένων», Θεόφρ.) 2. (για χώρους, οικήματα, δοχεία κ.λπ.) κενός, άδειος, ο έρημος νεοελλ. αυτός που δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • εύκαιρος — η, ο 1. ο ελεύθερος, ο αδέσμευτος, ο διαθέσιμος: Πότε είσαι εύκαιρος να με βοηθήσεις; 2. άδειος, κενός: Πάρε μαζί σου κι ένα εύκαιρο δοχείο. 3. για λόγο, ανόητος, κούφιος: Εύκαιρες κουβέντες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σοφὸν εὔκαιρος σιγὴ καὶ παντὸς λόγου κρεῖττον. — См. Слово серебро, молчание золото …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • εὐκαιρότερον — εὔκαιρος well timed adverbial comp εὔκαιρος well timed masc acc comp sg εὔκαιρος well timed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιροτάτων — εὔκαιρος well timed fem gen superl pl εὔκαιρος well timed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιροτέραις — εὔκαιρος well timed fem dat comp pl εὐκαιροτέρᾱͅς , εὔκαιρος well timed fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρότατα — εὔκαιρος well timed adverbial superl εὔκαιρος well timed neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρότατον — εὔκαιρος well timed masc acc superl sg εὔκαιρος well timed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαίρως — εὔκαιρος well timed adverbial εὔκαιρος well timed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκαιρον — εὔκαιρος well timed masc/fem acc sg εὔκαιρος well timed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”